συνεκδίκαση

συνεκδίκαση
η, Ν
(πολ. δίκ.) η εκδίκαση περισσότερων υποθέσεων με την ίδια διαδικασία στο ίδιο δικαστήριο με σκοπό την διευκόλυνση ή την επιτάχυνση τής διεξαγωγής τής δίκης ή τη μείωση τών εξόδων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνάφεια — Η ελκτική δύναμη που ασκείται από τα μόρια δύο επιφανειών που εφάπτονται. Τα μόρια των δύο επιφανειακών στρωμάτων έλκονται μόνο αν βρίσκονται σε αμοιβαία απόσταση της τάξης των μοριακών αποστάσεων, δηλαδή περίπου 1 / 100.000.000 του εκ. Μια τόσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”